- αἵμασιν
- αἵ̱μασιν , αἷμαbloodneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρογραφώ — έω, ΜΑ [χειρογράφος] 1. γράφω, καταγράφω με το ίδιο μου το χέρι («δίκην βίβλων τῶν ὑπὸ πάντων... κεχειρογραφημένων», Ωριγ.) 2. δίνω έγγραφη εγγύηση, απόδειξη ή βεβαίωση («χειρογραφήσει ἀμφότερα τὰ μέρη ἐν ἡμέραις τριάκοντα», πάπ.) 3. μτφ.… … Dictionary of Greek